καταπύκνωση

καταπύκνωση
η (Α καταπύκνωσις) [καταπυκνώ]
συμπύκνωση
αρχ.
συντόμευση τών διαστημάτων τής μουσικής κλίμακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”